Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ

Όπως έχει υποστηριχθεί, η ποίηση του Νάσου Βαγενά «αναφέρεται σε ιδανικά για έναν καλύτερο κόσμο, για μια καλύτερη Ελλάδα, αλλά πρόκειται για ιδανικά ενός ανθρώπου που βλέπει πως αυτά έχουν εκφυλισθεί από τη ρουτίνα και τη φθορά».[i] Γενικότερα, η διαπίστωση του εκφυλισμού και της φθοράς του οράματος και των ιδανικών συνδέεται με το θέμα της αμφισβήτησης, που ανιχνεύεται στο ποιητικό έργο του Ν. Βαγενά. Η συχνά ειρωνική και άλλοτε σαρκαστική ή σατιρική ποιητική γλώσσα του δεν απομυθοποιεί αποκλειστικά απαράδεκτες κοινωνικοπολιτικές πρακτικές ή καταστάσεις, αλλά επεκτείνεται και σε χώρους εσωτερικότερους.

1. Αυτοειρωνικές αιχμές του ενδοκειμενικού ποιητή και υπέρβαση του αιτήματος της ποιητικότητας
Ακόμη και το ποιητικό υποκείμενο και η τέχνη της ποίησης δέχονται τα βέλη της αμφισβήτησης, που σημαίνει την άρνηση της επανάπαυσης εν ονόματι οποιασδήποτε βεβαιότητας. Η διάζευξη ποιητής vs κοινωνία κυριαρχεί στο ποίημα «Απολογία».[ii] Ο ενδοκειμενικός ποιητής κατατρύχεται από βιοτικές μέριμνες και ανησυχίες, κατάσταση που αποτυπώνεται στην ποιητική του εργασία ως πεζολογία και έλλειψη λυρικής εξάρσεως, με αποτέλεσμα κανείς αναγνώστης να μην περιμένει τίποτα σημαντικό από τον ποιητή. Βέβαια, με την αυτοαναφορική και αυτοειρωνική υπογράμμιση της πεζολογίας, ο Βαγενάς δεν παρουσιάζει την προτίμησή του γι’ αυτήν με τον άμεσο και ευθύβολο τρόπο του Μανόλη Αναγνωστάκη (ιδίως στην ποιητική του συλλογή Ο Στόχος και ειδικότερα στα ποιήματα «Απολογία Νομοταγούς» και «Προσχέδιο δοκιμίου Πολιτικής Αγωγής»)[iii]˙ ωστόσο, έμμεσα και υπαινικτικά φαίνεται να υιοθετεί το μοντέλο μιας ποίησης πολιτικά και κοινωνικά ευαίσθητης και να αποστασιοποιείται από το αίτημα για ουδέτερη και απολιτική ποιητική γραφή, όπου η ποιητικότητα προκύπτει από την προσεκτική επιλογή του κατάλληλου λεξιλογίου και από την περιχαράκωση του ποιητή πίσω από την επιδίωξη του εντυπωσιασμού του αναγνώστη μέσω του εξεζητημένου ύφους ή του ιδιαίτερα προσεγμένου ρυθμού.
Εξάλλου, στην «Ποιητική»[iv], που συνιστά μια ποιητική απάντηση στο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου «Ποίηση 1948»,[v] ο Βαγενάς φαίνεται να επικροτεί την άποψη του ομότεχνού του ότι η εποχή μας είναι καθαρά αντιποιητική. Στο παρελθόν οι ποιητές θέλγονταν από την «ανυπέρβλητη» φύση και η ποίηση έμοιαζε με μιαν ανέμελη «ωραία ξανθιά». Αντίθετα, τώρα ο ποιητής (αποκαθηλωμένος από το μεταφυσικό του βάθρο) συντηρεί απλώς την τέχνη του, που έχει καταντήσει μια «αναγκαία συνήθεια» μοιάζοντας με γερασμένη γυναίκα.
Επομένως, όπως φαίνεται από τα πιο πάνω δείγματα, ο ποιητής αμφισβητώντας την ποιητική παράδοση επιδιώκει την ανανέωσή της σε όλα τα επίπεδα (θεματικό, ιδεολογικό, υφολογικό, προσωδιακό, ρητορικό κλπ.). Βέβαια, ο Ν. Βαγενάς επιχειρεί την ανανέωση του ποιητικού λόγου γνωρίζοντας και αξιοποιώντας (όσο λίγοι) την ποιητική παράδοση. Στο ποίημα «Η αίθουσα»[vi] ο ενδοκειμενικός ποιητής «με σπασμένα δόντια» βρίσκεται κοντά στον θρόνο του Δ. Σολωμού και πλάι στον Τερτσέτη, ενώ τον τρομάζει η παρουσία του αυτόχειρα Καρυωτάκη με εμφανή την «τρύπα στο στήθος» και γι’ αυτό θέλει να φωνάξει, αλλά τον εμποδίζει ο Γ. Σεφέρης που του κλείνει το στόμα. Επομένως, ο ενδοκειμενικός επίδοξος ποιητής δημιουργεί στη σκιά της ποιητικής παράδοσης και νιώθει ότι, αν δεν την αμφισβητήσει, δεν θα μπορέσει να αρθρώσει τον καθαρά δικό του προσωπικό ποιητικό λόγο.
Τα βέλη της αμφισβήτησης του Βαγενά δεν στοχεύουν μόνο την «ακίνδυνη» ποίηση του γυάλινου πύργου. Ο ποιητής με πικρή ειρωνεία διαπιστώνει ότι δεν είναι πια καιρός για συγγραφή πατριωτικών ποιημάτων σε μια χώρα ρημαγμένη από την προδοσία (το υπό σχολιασμό ποίημα γράφτηκε όταν ακόμη ήταν νωπές οι μνήμες της δικτατορίας και της κυπριακής τραγωδίας του 1974), όπου οι ζωντανοί βρίσκονται ανήμποροι και φυλακισμένοι «πίσω από βαθιά καρφωμένα παράθυρα», ενώ αντίθετα οι νεκροί κινούνται ανοδικά και αποκαλύπτοντας τραγικά το αδιέξοδο:

Ξεβιδώνουν τις λάμπες.
Μεγάλα κομμάτια δόξας αιωρούνται στο σκοτάδι.[vii]

Στους στίχους αυτούς είναι αξιοσημείωτο το στοιχείο της αποδόμησης του ιστορικού μύθου, που παρουσιάζει το έθνος να προχωρεί προς τη δόξα χωρίς εμπειρίες διάψευσης ή συντριβής των οραμάτων του.

2. Η απομυθοποίηση της πατρίδας
Δεινός γνώστης της ποιητικής παράδοσης, ο Ν. Βαγενάς όχι μόνο καλλιεργεί «αιρετικά» τα διάφορα παραδοσιακά ποιητικά είδη (π.χ. σονέτο, ωδή, μπαλάντα) αλλά εμπλουτίζει τον διακειμενικό ιστό του ποιητικού του έργου μέσω του εμφανούς ή λανθάνοντος διαλόγου με παλαιότερους ποιητές. Λόγου χάρη στο ποίημα «Ωδή» (απόσπασμα)[viii] ο συνήθως υμνητικός και εγκωμιαστικός λόγος της ωδής μετατρέπεται σε ελεγειακό, σε ένα ποίημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ειρωνική απάντηση του Βαγενά στο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη «Τι ειν’ η πατρίδα μας» και ίσως και σε άλλα πατριδολατρικά ποιήματα που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν το διακείμενό μας. Μέσω της ειρωνικής χρήσης της ομοιοκαταληξίας, των διασκελισμών (π.χ. κομμένο / πόδι, στο / χορτάρι, πλήθη του / θανάτου) και των εσκεμμένων συλλαβισμών (κρεμα- / -σμένους, Μαυρο- / -κορδάτου) η πατρίδα καθίσταται μια αμφίσημη ισοτοπία, καθώς σημασιοδοτείται και θετικά και αρνητικά, όπως φαίνεται στο πιο κάτω διάγραμμα:

ΠΑΤΡΙΔΑ
' (
σκοτάδι, εγκλεισμός, ακρωτηριασμός εκκλησία, Βελεστινλής (αγνή ιδεο-
αναπηρία, απαγχονισμός, θάνατος, vs λογία)
Μαυροκορδάτος (καιροσκοπισμός)

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αντιθετικής διάζευξης, δίνεται μια αντιρητορική θεώρηση της Ελλάδας και του ελληνισμού γενικότερα, που θα μπορούσε να διαβαστεί παράλληλα και εν μέρει αντιστικτικά προς τις μορφοποιήσεις της ρωμιοσύνης στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Βέβαια, η απομυθοποίηση της πατρίδας στην ποίηση του Βαγενά απορρέει όχι από μια μηδενιστική άρνηση του εθνισμού αλλά αντίθετα από μια βαθιά αίσθηση αγάπης για τον τόπο του και της πίκρας για τις ιστορικές του περιπέτειες, που συχνά δεν ήταν άσχετες με την κατάχρηση του ούτω καλούμενου «πατριωτικού λόγου» προς συγκάλυψη προδοτικών και αντεθνικών σχεδιασμών.
«Ωδή» τιτλοφορείται και ένα από τα ποιήματα της συλλογής Τα Γόνατα της Ρωξάνης[ix]˙ και εδώ αντικείμενο της «εξύμνησης» είναι η Ελλάδα που, παρά τον εκσυγχρονισμό της, αδυνατεί να υπερβεί το παρελθόν της οθωμανικής κατάκτησης (... είσαι κατά βάθος ένα τουρκόσπιτο) βιώνοντας μιαν τραυματική ιστορικότητα μέσα σε ένα χώρο εφιαλτικό με θανάσιμες απειλές γύρω της. Σαν φυματική η πατρίδα σκύβει πάνω από τον ενδοκειμενικό ποιητή «ξερνώντας αίμα και αιωνιότητα». Στο ποίημα είναι αξιοπρόσεκτη η λειτουργία της ισοτοπίας του χρόνου: χρόνια πέφτουν πάνω σου / βήχοντας η ιστορία / [ξερνάς] αιωνιότητα. Με τον άγονο ιστορικισμό, δηλαδή με την επανάπαυση στις δάφνες του παρελθόντος, η Ελλάδα δεν είναι δυνατό να υπερβεί την τραγική της κατάσταση.

3. Η διάψευση των ιδανικών και η αποκαθήλωση της ιδεολογίας
Εκτός από τη διάσταση του εθνισμού και της εντοπιότητας, στην ποίηση του Βαγενά εντοπίζεται μια εξίσου σημαντική θεματική περιοχή, αυτή της οικουμενικότητας. Ένα από τα επιμέρους οικουμενικά θέματα που τον ενδιαφέρουν είναι η τύχη της μαρξιστικής ιδεολογίας και οι προβληματισμοί γύρω από τη δυνατότητα υλοποίησης της γνήσιας και εποικοδομητικής επανάστασης. Πιο συγκεκριμένα, στο ποίημα IX από τη συλλογή Βιογραφία[x] δίνεται το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε το εγχείρημα εφαρμογής της μαρξιστικής ιδεολογίας («κι εγώ χωρίς σημαίες, χωρίς προκηρύξεις») και η κατάπτωση ενός πρώην ιδεολόγου σε «περιοδεύοντα αντιπρόσωπο μιας εταιρείας καλλυντικών [...] με μεγάλες προοπτικές προαγωγής». Στο ποίημα XVI[xi] της ίδιας συλλογής παρουσιάζεται πιο παραστατικά η αίσθηση της ήττας και της πίκρας για τον εκφυλισμό της μαρξιστικής ιδεολογίας από εκείνους που την παρερμήνευσαν και παράλληλα για το ψεύτισμα της τέχνης, ίσως γιατί τέθηκε στην υπηρεσία αλλότριων σκοπών:

Ευνούχοι τραγουδούν τη Διεθνή. Ένας ασήμαντος λιμπρετίστας
Αναγορεύεται ποιητής.

Γενικότερα, ψέγεται η ασυνέπεια και η ηθική παρακμή των ίδιων των ιδεολόγων που προδίδουν τις αξίες και τα ιδανικά τους και εκτίθενται στην τύρβη και την τριβή της αγοράς συμβιβασμένοι πια με ό,τι στο παρελθόν πολεμούσαν.
Στο ποίημα «Όνειρο»[xii] η διάψευση των ιδανικών και η κρίση της ιδεολογίας δίνεται μέσω της αφήγησης ενός ονείρου: Ο Μαρξ βγαίνει από το σπήλαιο των Πετραλώνων πάνω σε μια μοτοσικλέτα μαρσάροντας δαιμονισμένα. Ακούγονται ύμνοι σε αρχαία ελληνικά και λατινικά και ξαφνικά, ενώ έσπαζαν βίαια αλυσίδες που σέρνονταν από τη μοτοσικλέτα πέφτει η μασέλα του Μαρξ. Στη συνέχεια, ο αφηγητής περιπλανιέται στην πόλη, όπου κυκλοφορούσαν ερεθισμένα λιοντάρια, συνομιλεί με τον πλοίαρχο Νέμο και αντικρίζει το δέντρο της ζωής. Τέλος, φτάνει στα όρια του Άνω και Κάτω Κόσμου και καρατομείται μεταβαίνοντας πια «στην άλλη πλευρά του χρόνου». Η καρικατούρα του Μαρξ στο πιο πάνω ποίημα αποτελεί μιαν εξεικόνιση της κατάστασης, όπου μπορεί να οδηγηθεί μια ιδεολογία, όταν παρερμηνευθεί ή εφαρμοσθεί πλημμελώς.
Παρεμφερής είναι ο προβληματισμός του ποιητή γύρω από την επανάσταση, ως κινητήρια δύναμη της αλλαγής και της εξέλιξης του ιστορικού γίγνεσθαι. Στο ποίημα I της συλλογής Βιογραφία[xiii] το ποιητικό υποκείμενο αμφιβάλλει αν με την επανάσταση πράγματι επέρχεται η ανανέωση και η ανατροπή του παλαιού (της τυραννίας ή άλλων σαθρών κατεστημένων) και γι’ αυτό εύχεται

Να γινότανε μια επανάσταση. Κεφάλια να πέφτανε ξαφνικά
και στη θέση τους
Να μη φύτρωνε τίποτε.

Το νέο δεν αντιμάχεται το παλαιό για να το αφανίσει ανατρέποντάς το αλλά ουσιαστικά για να το υποκαταστήσει υιοθετώντας έπειτα τις διαμφισβητούμενες μεθόδους και πρακτικές που το πρώτο σθεναρά πολέμησε.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Βλ. Hero Hokwerda, «Επίλογος σε μιαν ολλανδική έκδοση ποιημάτων του Βαγενά», Για τον Βαγενά. Κριτικά κείμενα (ανθ., επιμ. Σάββας Παύλου), Λευκωσία, Αιγαίον, 2001, 15.
[ii] Νάσος Βαγενάς, Πεδίον Άρεως, Αθήνα, Γνώση, 21982 (1974), 11.
[iii] Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα Ποιήματα, Αθήνα, Πλειάς, 131983, 157, 165.
[iv] Νάσος Βαγενάς, Σκοτεινές Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα, Αθήνα, Κέδρος, 2001, 24.
[v] Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, Αθήνα, Ίκαρος, 1977, τόμ. Β, 157-8.
[vi] Νάσος Βαγενάς, Βιογραφία, Αθήνα, Κέδρος, 1978, 9.
[vii] Ό.π., 35.
[viii] Νάσος Βαγενάς, ό.π., σημ. 2, 33.
[ix] Νάσος Βαγενάς, Τα Γόνατα της Ρωξάνης, Αθήνα, Κέδρος, 1987, 17.
[x] Νάσος Βαγενάς, ό.π., σημ. 6, 25.
[xi] Ό.π., 32.
[xii] Νάσος Βαγενάς, Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη, Αθήνα, Κέδρος, 21987 (1986), 27-9.
[xiii] Νάσος Βαγενάς, ό.π., σημ. 6, 17.

Λεωνίδας Γαλάζης Δημοσιεύθηκε στο περ. Άνευ, τχ. 26.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου