Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

ΔΥΟ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ

Δύο δυσεύρετα κυπριακά θεατρικά έργα

1. Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.


Η έρευνα για τον εντοπισμό σπάνιων εκδόσεων θεατρικών κειμένων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα προσκρούει σε πολλές και συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Εδώ και αρκετά χρόνια, διάφοροι μελετητές (π.χ. Μ. Π. Μουστερής, Γιάννης Κατσούρης, Χρήστος Χατζηαθανασίου[1] κ. ά.) έκαναν λόγο για θεατρικές εκδόσεις που λανθάνουν και σημείωναν ότι ο εντοπισμός τους θα έριχνε περισσότερο φως στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Η ελλαδική βιβλιογραφική έρευνα των τελευταίων ετών κατάστησε δυνατό τον εντοπισμό του πρώτου θεατρικού έργου του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Το θεατρικό αυτό έργο ήταν γνωστό στην κυπριακή βιβλιογραφία, εδώ και χρόνια, αλλά μονάχα ως τίτλος, αφού το έργο λάνθανε μέχρι πρόσφατα. Ο εντοπισμός του έγινε δυνατός χάρη σε βιβλιογραφική εργασία της θεατρολόγου Χρυσόθεμης Σταματοπούλου- Βασιλάκου, που δημοσιεύτηκε το 2006.[2] Με βάση τις πληροφορίες της Βασιλάκου, έχω εντοπίσει το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, η διεύθυνση του οποίου μου επέτρεψε να εξασφαλίσω ένα αντίγραφο του έργου, και γι’ αυτό την ευχαριστώ. Η ίδια πληροφορία, για τον εντοπισμό του εν λόγω θεατρικού έργου στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, υπάρχει, όπως με έχει πληροφορήσει ο Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Λευτέρης Παπαλεοντίου, και στη Βιβλιογραφία των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη, που έχει εκδοθεί, επίσης το 2006, από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο[3].
Το υπό συζήτηση θεατρικό έργο είναι το πρώτο από τα τρία θεατρικά έργα του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη, που είναι γνωστός και ως πρωτοπόρος της κυπριακής δημοσιογραφίας, και σε αντίθεση με τα δύο άλλα (Πέτρος Α [...], Κάιρο, 1874 και Κουτσούκ Μεχεμέτ, Αλεξάνδρεια, 1888), δεν είναι ιστορικό δράμα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Λάρνακα, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Φιλοκτήτης, δόλιος και πανούργος έμπορος προσπαθεί να ξελασπώσει οικονομικά επιχειρώντας να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερή του και πλούσια, Ευανθία, η οποία όμως αγαπά τον αρραβωνιαστικό της, όμορφο νέο Αγησίλαο, που είναι ποιητής αλλά χωρίς τα πλούτη, που ο Φιλοκτήτης διατείνεται ότι έχει. Για να εξουδετερώσει τον αντίμαχό του, ο τυχοδιώκτης έμπορος καταφεύγει στην πλαστογράφηση μιας επιστολής, γραμμένης δήθεν από τον Αγησίλαο και στην οποία ο τελευταίος υποτίθεται ότι γράφει στην Ευανθία πως δεν την αγαπά πια. Μόλις πέφτει στα χέρια της κοπέλας το γράμμα αυτό, χάνει τα λογικά της και δεν μπορεί πια να ακούσει την επίμονη διαβεβαίωση του αρραβωνιαστικού της ότι εξακολουθεί να την αγαπά με το ίδιο πάθος, με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει. Στον θάνατο την ακολουθεί σε λίγο και ο απαρηγόρητος Αγησίλαος.
Θα’ λεγε κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κοινότυπο ρομαντικό δράμα. Ωστόσο, το έργο αυτό πέρα από τη σημασία που έχει ως ένα από τα παλαιότερα κείμενα του κυπριακού θεάτρου (προηγείται το Η Κύπρος και οι Ναΐται του Γεώργιου Σιβιτανίδη, 1869), είναι αξιοπρόσεκτο και για τις υποδόριες αλλά δραστικές αιχμές κατά της τουρκικής διοίκησης του νησιού, λίγα χρόνια πριν από τη μετάβαση στην αγγλοκρατία. Ο Αγησίλαος περιήλθε διάφορα μέρη του νησιού, το Τρόοδος, τη Σαλαμίνα και τη Λευκωσία. Στην τελευταία «την πατρίδα έκλαυσε ταλαιπωρουμένην» καθισμένος «υπό την σκιάν του πλατάνου της» και έχοντας απέναντί του την Αγία Σοφία (σελ. 58). Στη Σαλαμίνα, εξάλλου, θρήνησε «την θανούσαν της πατρίδος δόξαν» και αναρωτιόταν τι θα έλεγε ο Ευαγόρας, αν σηκωνόταν από τον τάφο του και έβλεπε τη σκλαβιά της Κύπρου. Λέγει στον φίλο του Νικόλαο: «Μ’ αυτόν, αδελφέ, έπεσε και η δόξα της˙ η πτώσις του βαρείαν επέγραψεν εις τα στήθη της πληγήν – σήμερον δε η τάλαινα ομοιάζει γηραλέαν δρυν, της οποίας οι σκώληκες κατατρώγουσι το γιγαντώδες στέλεχος και αδυνατεί και μαραίνεται» (σελ. 59). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι την ίδια σχεδόν λεκτική διατύπωση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντινίδης στον πρόλογο του ιστορικού του δράματος Κουτσούκ Μεχεμέτ, θέλοντας να διεκτραγωδήσει τα δεινά που επεσώρευσε στην Κύπρο η μακρόχρονη τουρκοκρατία: «Η Κύπρος ετέθη τελευταίως υπό ζυγόν, ο οποίος επί τρεις όλους αιώνας καταθλίβει και ως σκώληξ κατατρώγει το γιγαντώδες αυτής στέλεχος» (σελ. γ). Η πιο πάνω εικόνα του άρρωστου γέρικου δέντρου μάς θυμίζει το «ύλαντρον καβάτζιν», με το οποίο παρομοιάζεται η ρωμιοσύνη από τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Επομένως, η προγενέστερη έρευνα για τις πηγές της «9ης Ιουλίου» (Κατσούρης, Πιερής, Κασίνης) μπορεί, τώρα να συμπληρωθεί με την αξιοποίηση του Δύο Εισέτι του Έρωτος Θύματα ..., που πιθανότατα αποτέλεσε μιαν από τις πηγές του Μιχαηλίδη.
Βέβαια, η πιο προσεκτική και ψύχραιμη μελέτη του πιο πάνω θεατρικού έργου είναι δυνατό να αποδείξει ότι αυτό είναι από τα ελάχιστα δράματα των αρχών του κυπριακού θεάτρου, που θα μπορούσαν και σήμερα ακόμη να ανεβαστούν στη σκηνή, γιατί (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα) διακρίνεται από αρκετά στοιχεία θεατρικότητας (όπως π.χ. έντονες συγκρούσεις, συνδυασμός μονολόγων με στιχομυθίες, που ελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ωτακουστές, δραματική ειρωνεία κλπ.).
Εξάλλου, στο πρώτο αυτό θεατρικό έργο του Θ. Κωνσταντινίδη θεματοποιείται η σχέση του ρομαντικού ποιητή με την κοινωνία και εντοπίζεται το καθαρά ρομαντικό μοτίβο της ανταρσίας του ατόμου απέναντι σε έναν εχθρικό περίγυρο, που αδυνατεί να προσλάβει και να εκτιμήσει τις εξαιρετικές ικανότητες του άνωθεν προικισμένου με διαίσθηση και φαντασία ποιητή[4]. Επομένως, η έρευνα θα μπορούσε να στραφεί προς τον εντοπισμό άλλων ομόθεμων θεατρικών έργων της νεοελληνικής δραματουργίας, για να διαφανεί αν έχουμε να κάνουμε με έναν κοινό θεματικό τόπο, ή αν το εν λόγω θέμα δεν εντοπίζεται με μεγάλη συχνότητα στο νεοελληνικό θέατρο.

2. Κύριλλος Παυλίδης, Η Δημαρχίτις. Κωμωδία εις πράξιν μίαν, χ.χ. , 1910.

Η πιο πάνω δεκασέλιδη μονόπρακτη κωμωδία του Κύριλλου Παυλίδη (1870-1950), βρίσκεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (British Library) και ο εντοπισμός της έγινε δυνατός χάρη σε διασταύρωση πληροφοριών που πήρα από τους Λευτέρη Παπαλεοντίου, Φοίβο Σταυρίδη και Γιάννη Κατσούρη, τους οποίους και ευχαριστώ. Βέβαια, δημαρχίτις είναι μια μεταφορική ασθένεια και σημαίνει την παθολογική επιθυμία να γίνει κανείς δήμαρχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποψήφιος δήμαρχος είναι ο Ευήθης Ηλιθιάδης, ο οποίος συντάσσει έναν κατάλογο με προεκλογικές υποσχέσεις, επαγγελλόμενος, ανάμεσα σε άλλα την επίστρωση όλων των δρόμων με πεντελικό μάρμαρο και τη δημιουργία ενός απέραντου φρενοκομείου [!]. Τον άρρωστο προσπαθεί να προσγειώσει ο υπηρέτης του, Συνέσιος, ο οποίος του θυμίζει πως στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται, θα δυσκολευθεί να ανταποκριθεί στα δημαρχιακά καθήκοντα. Στο σπίτι του επίδοξου δημάρχου, που αδυνατεί να λογικευτεί, καλείται ο Δενδρολίβανος Κοθορνίδης, συντάκτης λόγων κατά παραγγελία, ο οποίος, προτού συναντηθεί με τον «ασθενή», γνωματεύει πως αυτός πάσχει από τη χρόνια και ανίατη νόσο δημαρχίτιδα και, βέβαια, ο ίδιος χαίρεται γι’ αυτό, αφού έτσι μπορεί να πωλήσει τους λόγους του. Όταν έρχεται ο υποψήφιος, αποκαλύπτεται η βλακεία του, αφού δέχεται να αγοράσει έναν έτοιμο λόγο, που ήταν γραμμένος για βουλευτή, και ανεβαίνει σε ένα τραπέζι, για να τον εκφωνήσει. Ωστόσο, ο εκφωνούμενος λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συμπίλημα αποσπασμάτων από Δημοσθένη, Πλάτωνα και Αίσωπο, με αποδέκτες τους αρχαίους Αθηναίους και όχι τους σύγχρονους Κυπρίους. Τέλος, μέσα από μια σωρεία κωμικών παρεξηγήσεων, ο Ηλιθιάδης πληροφορείται ότι τις εκλογές κέρδισε άλλος υποψήφιος. Απογοητευμένος υποθέτει ότι μπορεί να έγινε καλπονοθεία, αλλά δεν απελπίζεται: πιστεύει ότι στις επόμενες εκλογές, η τύχη θα τον ευνοήσει και τότε θα δώσει ψήφο στις γυναίκες, τα παιδιά και τα νήπια και θα το αφαιρέσει από εκείνους που το έχουν.
Αξιοπρόσεκτα στοιχεία στη Δημαρχίτιδα είναι, από τη μια, ο σχολιασμός της αγγλικής διοίκησης των αρχών του 20ού αιώνα στην Κύπρο και, από την άλλη η ανελέητη σάτιρα της αρχομανίας, που επιτυγχάνεται τόσο με τη χρήση ονομάτων που παραπέμπουν στις αδυναμίες των προσώπων (π.χ. Ηλιθιάδης, Κοθορνίδης κλπ.), όσο και με τη γλωσσική σάτιρα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αμάθεια του επίδοξου δημάρχου και καταγγέλλεται ο παρωχημένος καθαρευουσιανισμός.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Κατσούρης, «Το παλιό θέατρο της Κύπρου», [Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου], Κυπριακή Λογοτεχνία. Οι Ρίζες, Λευκωσία, 1980, 77∙ Μ. Π. Μουστερής, Χρονολογική Ιστορία του Κυπριακού Θεάτρου, Λεμεσός, 1988, 23∙ Χρ. Χατζηαθανασίου, «Τέσσερα ανέκδοτα κυπριακά θεατρικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα», Ακτή, Καλοκαίρι 1991, τχ. 7, 326 – 333∙ σχετικά με τα το πλαίσιο της κυπριακής θεατρικής παραγωγής στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Τα πρώτα βήματα της κυπριακής λογοτεχνικής κριτικής (1880 – 1930), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 1997 (Σειρά διδακτορικών διατριβών, 1), 258-260∙ Γιάννης Κατσούρης, Το Θέατρο στην Κύπρο Α΄: 1860-1939, Λευκωσία, 2005, 26.

[2] Βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου - Βασιλάκου, Το Θέατρο στην Καθ’ Ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη. Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006, 330.


[3] Στη σημαντική αυτή βιβλιογραφική εργασία σημειώνεται ότι το Τρία Εισέτι του Έρωτος Θύματα ... υπάρχει, εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, και στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο. Βλ. σχετικά Φίλιππος Ηλιού-Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή, τόμ. Α (1864-1879), Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2006, 667.

4 Για τον ατομικισμό και τη φαντασία, ως ουσιώδη γνωρίσματα του ρομαντισμού, βλ. Lilian Furst, Η Προοπτική του Ρομαντισμού (μτφρ. Κλειώ Σύρμα), Αθήνα, Ψυχογιός, 83-140 και 167-235.

Λεωνίδας Δύο δυσεύρετα κυπριακά θεατρικά έργα

1. Θεόδουλος Κωνσταντινίδης, Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.


Η έρευνα για τον εντοπισμό σπάνιων εκδόσεων θεατρικών κειμένων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα προσκρούει σε πολλές και συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Εδώ και αρκετά χρόνια, διάφοροι μελετητές (π.χ. Μ. Π. Μουστερής, Γιάννης Κατσούρης, Χρήστος Χατζηαθανασίου[1] κ. ά.) έκαναν λόγο για θεατρικές εκδόσεις που λανθάνουν και σημείωναν ότι ο εντοπισμός τους θα έριχνε περισσότερο φως στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Η ελλαδική βιβλιογραφική έρευνα των τελευταίων ετών κατάστησε δυνατό τον εντοπισμό του πρώτου θεατρικού έργου του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον. Δράμα εις πράξεις τρεις. Εν Σμύρνη, Τύποις Νικολάου Α. Δαμιανού, 1873.
Το θεατρικό αυτό έργο ήταν γνωστό στην κυπριακή βιβλιογραφία, εδώ και χρόνια, αλλά μονάχα ως τίτλος, αφού το έργο λάνθανε μέχρι πρόσφατα. Ο εντοπισμός του έγινε δυνατός χάρη σε βιβλιογραφική εργασία της θεατρολόγου Χρυσόθεμης Σταματοπούλου- Βασιλάκου, που δημοσιεύτηκε το 2006.[2] Με βάση τις πληροφορίες της Βασιλάκου, έχω εντοπίσει το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, η διεύθυνση του οποίου μου επέτρεψε να εξασφαλίσω ένα αντίγραφο του έργου, και γι’ αυτό την ευχαριστώ. Η ίδια πληροφορία, για τον εντοπισμό του εν λόγω θεατρικού έργου στη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, υπάρχει, όπως με έχει πληροφορήσει ο Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Λευτέρης Παπαλεοντίου, και στη Βιβλιογραφία των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη, που έχει εκδοθεί, επίσης το 2006, από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο[3].
Το υπό συζήτηση θεατρικό έργο είναι το πρώτο από τα τρία θεατρικά έργα του Θεόδουλου Κωνσταντινίδη, που είναι γνωστός και ως πρωτοπόρος της κυπριακής δημοσιογραφίας, και σε αντίθεση με τα δύο άλλα (Πέτρος Α [...], Κάιρο, 1874 και Κουτσούκ Μεχεμέτ, Αλεξάνδρεια, 1888), δεν είναι ιστορικό δράμα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Λάρνακα, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Φιλοκτήτης, δόλιος και πανούργος έμπορος προσπαθεί να ξελασπώσει οικονομικά επιχειρώντας να παντρευτεί την κατά πολύ νεότερή του και πλούσια, Ευανθία, η οποία όμως αγαπά τον αρραβωνιαστικό της, όμορφο νέο Αγησίλαο, που είναι ποιητής αλλά χωρίς τα πλούτη, που ο Φιλοκτήτης διατείνεται ότι έχει. Για να εξουδετερώσει τον αντίμαχό του, ο τυχοδιώκτης έμπορος καταφεύγει στην πλαστογράφηση μιας επιστολής, γραμμένης δήθεν από τον Αγησίλαο και στην οποία ο τελευταίος υποτίθεται ότι γράφει στην Ευανθία πως δεν την αγαπά πια. Μόλις πέφτει στα χέρια της κοπέλας το γράμμα αυτό, χάνει τα λογικά της και δεν μπορεί πια να ακούσει την επίμονη διαβεβαίωση του αρραβωνιαστικού της ότι εξακολουθεί να την αγαπά με το ίδιο πάθος, με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει. Στον θάνατο την ακολουθεί σε λίγο και ο απαρηγόρητος Αγησίλαος.
Θα’ λεγε κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κοινότυπο ρομαντικό δράμα. Ωστόσο, το έργο αυτό πέρα από τη σημασία που έχει ως ένα από τα παλαιότερα κείμενα του κυπριακού θεάτρου (προηγείται το Η Κύπρος και οι Ναΐται του Γεώργιου Σιβιτανίδη, 1869), είναι αξιοπρόσεκτο και για τις υποδόριες αλλά δραστικές αιχμές κατά της τουρκικής διοίκησης του νησιού, λίγα χρόνια πριν από τη μετάβαση στην αγγλοκρατία. Ο Αγησίλαος περιήλθε διάφορα μέρη του νησιού, το Τρόοδος, τη Σαλαμίνα και τη Λευκωσία. Στην τελευταία «την πατρίδα έκλαυσε ταλαιπωρουμένην» καθισμένος «υπό την σκιάν του πλατάνου της» και έχοντας απέναντί του την Αγία Σοφία (σελ. 58). Στη Σαλαμίνα, εξάλλου, θρήνησε «την θανούσαν της πατρίδος δόξαν» και αναρωτιόταν τι θα έλεγε ο Ευαγόρας, αν σηκωνόταν από τον τάφο του και έβλεπε τη σκλαβιά της Κύπρου. Λέγει στον φίλο του Νικόλαο: «Μ’ αυτόν, αδελφέ, έπεσε και η δόξα της˙ η πτώσις του βαρείαν επέγραψεν εις τα στήθη της πληγήν – σήμερον δε η τάλαινα ομοιάζει γηραλέαν δρυν, της οποίας οι σκώληκες κατατρώγουσι το γιγαντώδες στέλεχος και αδυνατεί και μαραίνεται» (σελ. 59). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι την ίδια σχεδόν λεκτική διατύπωση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντινίδης στον πρόλογο του ιστορικού του δράματος Κουτσούκ Μεχεμέτ, θέλοντας να διεκτραγωδήσει τα δεινά που επεσώρευσε στην Κύπρο η μακρόχρονη τουρκοκρατία: «Η Κύπρος ετέθη τελευταίως υπό ζυγόν, ο οποίος επί τρεις όλους αιώνας καταθλίβει και ως σκώληξ κατατρώγει το γιγαντώδες αυτής στέλεχος» (σελ. γ). Η πιο πάνω εικόνα του άρρωστου γέρικου δέντρου μάς θυμίζει το «ύλαντρον καβάτζιν», με το οποίο παρομοιάζεται η ρωμιοσύνη από τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Επομένως, η προγενέστερη έρευνα για τις πηγές της «9ης Ιουλίου» (Κατσούρης, Πιερής, Κασίνης) μπορεί, τώρα να συμπληρωθεί με την αξιοποίηση του Δύο Εισέτι του Έρωτος Θύματα ..., που πιθανότατα αποτέλεσε μιαν από τις πηγές του Μιχαηλίδη.
Βέβαια, η πιο προσεκτική και ψύχραιμη μελέτη του πιο πάνω θεατρικού έργου είναι δυνατό να αποδείξει ότι αυτό είναι από τα ελάχιστα δράματα των αρχών του κυπριακού θεάτρου, που θα μπορούσαν και σήμερα ακόμη να ανεβαστούν στη σκηνή, γιατί (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα) διακρίνεται από αρκετά στοιχεία θεατρικότητας (όπως π.χ. έντονες συγκρούσεις, συνδυασμός μονολόγων με στιχομυθίες, που ελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ωτακουστές, δραματική ειρωνεία κλπ.).
Εξάλλου, στο πρώτο αυτό θεατρικό έργο του Θ. Κωνσταντινίδη θεματοποιείται η σχέση του ρομαντικού ποιητή με την κοινωνία και εντοπίζεται το καθαρά ρομαντικό μοτίβο της ανταρσίας του ατόμου απέναντι σε έναν εχθρικό περίγυρο, που αδυνατεί να προσλάβει και να εκτιμήσει τις εξαιρετικές ικανότητες του άνωθεν προικισμένου με διαίσθηση και φαντασία ποιητή[4]. Επομένως, η έρευνα θα μπορούσε να στραφεί προς τον εντοπισμό άλλων ομόθεμων θεατρικών έργων της νεοελληνικής δραματουργίας, για να διαφανεί αν έχουμε να κάνουμε με έναν κοινό θεματικό τόπο, ή αν το εν λόγω θέμα δεν εντοπίζεται με μεγάλη συχνότητα στο νεοελληνικό θέατρο.

2. Κύριλλος Παυλίδης, Η Δημαρχίτις. Κωμωδία εις πράξιν μίαν, χ.χ. , 1910.

Η πιο πάνω δεκασέλιδη μονόπρακτη κωμωδία του Κύριλλου Παυλίδη (1870-1950), βρίσκεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (British Library) και ο εντοπισμός της έγινε δυνατός χάρη σε διασταύρωση πληροφοριών που πήρα από τους Λευτέρη Παπαλεοντίου, Φοίβο Σταυρίδη και Γιάννη Κατσούρη, τους οποίους και ευχαριστώ. Βέβαια, δημαρχίτις είναι μια μεταφορική ασθένεια και σημαίνει την παθολογική επιθυμία να γίνει κανείς δήμαρχος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποψήφιος δήμαρχος είναι ο Ευήθης Ηλιθιάδης, ο οποίος συντάσσει έναν κατάλογο με προεκλογικές υποσχέσεις, επαγγελλόμενος, ανάμεσα σε άλλα την επίστρωση όλων των δρόμων με πεντελικό μάρμαρο και τη δημιουργία ενός απέραντου φρενοκομείου [!]. Τον άρρωστο προσπαθεί να προσγειώσει ο υπηρέτης του, Συνέσιος, ο οποίος του θυμίζει πως στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται, θα δυσκολευθεί να ανταποκριθεί στα δημαρχιακά καθήκοντα. Στο σπίτι του επίδοξου δημάρχου, που αδυνατεί να λογικευτεί, καλείται ο Δενδρολίβανος Κοθορνίδης, συντάκτης λόγων κατά παραγγελία, ο οποίος, προτού συναντηθεί με τον «ασθενή», γνωματεύει πως αυτός πάσχει από τη χρόνια και ανίατη νόσο δημαρχίτιδα και, βέβαια, ο ίδιος χαίρεται γι’ αυτό, αφού έτσι μπορεί να πωλήσει τους λόγους του. Όταν έρχεται ο υποψήφιος, αποκαλύπτεται η βλακεία του, αφού δέχεται να αγοράσει έναν έτοιμο λόγο, που ήταν γραμμένος για βουλευτή, και ανεβαίνει σε ένα τραπέζι, για να τον εκφωνήσει. Ωστόσο, ο εκφωνούμενος λόγος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συμπίλημα αποσπασμάτων από Δημοσθένη, Πλάτωνα και Αίσωπο, με αποδέκτες τους αρχαίους Αθηναίους και όχι τους σύγχρονους Κυπρίους. Τέλος, μέσα από μια σωρεία κωμικών παρεξηγήσεων, ο Ηλιθιάδης πληροφορείται ότι τις εκλογές κέρδισε άλλος υποψήφιος. Απογοητευμένος υποθέτει ότι μπορεί να έγινε καλπονοθεία, αλλά δεν απελπίζεται: πιστεύει ότι στις επόμενες εκλογές, η τύχη θα τον ευνοήσει και τότε θα δώσει ψήφο στις γυναίκες, τα παιδιά και τα νήπια και θα το αφαιρέσει από εκείνους που το έχουν.
Αξιοπρόσεκτα στοιχεία στη Δημαρχίτιδα είναι, από τη μια, ο σχολιασμός της αγγλικής διοίκησης των αρχών του 20ού αιώνα στην Κύπρο και, από την άλλη η ανελέητη σάτιρα της αρχομανίας, που επιτυγχάνεται τόσο με τη χρήση ονομάτων που παραπέμπουν στις αδυναμίες των προσώπων (π.χ. Ηλιθιάδης, Κοθορνίδης κλπ.), όσο και με τη γλωσσική σάτιρα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αμάθεια του επίδοξου δημάρχου και καταγγέλλεται ο παρωχημένος καθαρευουσιανισμός.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Κατσούρης, «Το παλιό θέατρο της Κύπρου», [Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου], Κυπριακή Λογοτεχνία. Οι Ρίζες, Λευκωσία, 1980, 77∙ Μ. Π. Μουστερής, Χρονολογική Ιστορία του Κυπριακού Θεάτρου, Λεμεσός, 1988, 23∙ Χρ. Χατζηαθανασίου, «Τέσσερα ανέκδοτα κυπριακά θεατρικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα», Ακτή, Καλοκαίρι 1991, τχ. 7, 326 – 333∙ σχετικά με τα το πλαίσιο της κυπριακής θεατρικής παραγωγής στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Τα πρώτα βήματα της κυπριακής λογοτεχνικής κριτικής (1880 – 1930), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 1997 (Σειρά διδακτορικών διατριβών, 1), 258-260∙ Γιάννης Κατσούρης, Το Θέατρο στην Κύπρο Α΄: 1860-1939, Λευκωσία, 2005, 26.

[2] Βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου - Βασιλάκου, Το Θέατρο στην Καθ’ Ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη. Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006, 330.


[3] Στη σημαντική αυτή βιβλιογραφική εργασία σημειώνεται ότι το Τρία Εισέτι του Έρωτος Θύματα ... υπάρχει, εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου της Αθήνας, και στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο. Βλ. σχετικά Φίλιππος Ηλιού-Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή, τόμ. Α (1864-1879), Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2006, 667.

4 Για τον ατομικισμό και τη φαντασία, ως ουσιώδη γνωρίσματα του ρομαντισμού, βλ. Lilian Furst, Η Προοπτική του Ρομαντισμού (μτφρ. Κλειώ Σύρμα), Αθήνα, Ψυχογιός, 83-140 και 167-235.

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Μικροφιλολογικά 21 (άνοιξη 2007) 20-22. Λεωνίδας Γαλάζης



Το θεματικό μοτίβο του δρόμου στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη: Μια πρώτη δοκιμή διερεύνησης

Όπως έχει πρόσφατα επισημανθεί, ένας από τους κύριους θεματικούς άξονες της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη (που αυτό τον καιρό απασχόλησε εκ νέου την κριτική, με αφορμή τον θάνατό του) είναι «το ιδεολογικό όραμα ενός κοινωνικά δικαιότερου κόσμου και η σκληρή διάψευσή του»[1]. Όραμα και διάψευση συχνά αποδίδονται με τη χρήση εικόνων ή θεματικών μοτίβων, όπως είναι, για παράδειγμα, οι δρόμοι (περάσματα, οδοί, λεωφόροι κλπ.), οι πόλεις, τα σπίτια, τα λάβαρα, οι σημαίες. Ειδικότερα, με τη χρήση του δρόμου και των συνωνύμων του αποδίδεται συχνά το εφιαλτικό κλίμα της Κατοχής, του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου σε συνάρτηση με το ιδεολογικό όραμα του ποιητή και την τραγική του διάψευση.
Στο ποίημα «Ο Πόλεμος» (Εποχές : Ποιήματα, 34-35[2]) ανιχνεύονται οι μνήμες της κατοχικής περιόδου, της εξαθλίωσης και της πείνας:

Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κο-
ρίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ’ ώρα
τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.

Πέρα από το θεματικό στοιχείο της πείνας, στο ποίημα «Χάρης 1944» (Εποχές : Ποιήματα, 36-37) οι δρόμοι, οι γωνιές και τα σοκάκια είναι οι χώροι στους οποίους κινούνται παίζοντας τη ζωή τους κορόνα-γράμματα οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης:

μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε
γωνιά και σοκάκι.

Εξάλλου, με την εικόνα της ερήμωσης των δρόμων και της καθόδου σε αυτούς των ακέφαλων πτωμάτων (βλ. «Ο Πόλεμος, ό.π., 35) αποδίδεται η απαισιόδοξη εκτίμηση του ομιλητή ότι, με το τέλος της Κατοχής, δεν τέλειωσαν τα πάθη του ελληνικού λαού:

Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλε-
μος!

Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!

Με τις εικόνες των παιδιών «που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες («Μιλώ»: Η Συνέχεια 2: Ποιήματα, 123) και των φλεγόμενων πόλεων με τα «σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους» αποτυπώνεται το εφιαλτικό κλίμα του Εμφυλίου. Ο δρόμος δεν φορτίζεται εδώ με τη συνδήλωση της αγωνιστικής πορείας ή της κατοχικής παθολογίας αλλά της διάψευσης του οράματος, που στο ίδιο ποίημα εξεικονίζεται με τα «λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή» (πρβλ. με την ίδια εικόνα στο ποίημα «Ο Νεκρός» (Η Συνέχεια 3: Ποιήματα, 131).
Ο δρόμος ως συνδήλωση του ιδεολογικού οράματος του ποιητή χρησιμοποιείται πολύ συχνά, για να αποδοθεί ταυτόχρονα και η διάψευση / ματαίωση του οράματος αυτού. Στο ποίημα «Πέντε μικρά θέματα III» (Εποχές : Ποιήματα, 27-28) το ποιητικό υποκείμενο περπατώντας σε «δρόμους παλιούς που αγάπησε και μίσησε ατέλειωτα», διακατέχεται από την έντονη επιθυμία να συναντήσει ξανά «το χαμένο φάσμα του πόθου του», να μπορέσει δηλαδή να επιστρέψει στους χώρους των ελπίδων και των οραμάτων του. Η αδυναμία της επιστροφής, που είναι ταυτόσημη με την ήττα, ανιχνεύεται και στο ποίημα «Το Καινούριο Τραγούδι» (Εποχές: Ποιήματα, 38-39).
Εξάλλου, το αδιέξοδο και το ιδεολογικό τέλμα οδηγούν τον ομιλητή να πιστέψει πως «σάπισαν όλα τα περάσματα, πως αμείλικτοι φύλακες στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά» (Εποχές 2, V: Ποιήματα, 51). Στο ποίημα VI της ίδιας ενότητας ποιημάτων (ό.π., 54) δίνεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση και ενάργεια το τραγικό αδιέξοδο:

[...]κι η πολιτεία με τα σπασμένα σο-
κάκια σα γυναίκα τα ξημερώματα
Άνθρωποι πάντα βιαστικοί μέσα στους άσκοπους
Δρόμους προφασιζόμενοι κάποιο μεγάλο
σκοπό.

Στο ίδιο ποίημα υποδηλώνεται πως η εντύπωση κάποιων, ότι θα μπορούσε να ανατραπεί το κλίμα της ήττας και ότι το ιδεολογικό τέλμα δεν ήταν παρά μια αυταπάτη (ό.π., 55), δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα:

Ίσως να πίστευες πως γυαλίζανε οι δρόμοι ξανά
στην πρώτη μεσημεριάτικη λάμψη τους [...].

Στην υπό σχολιασμό συλλογή (Εποχές 2) το θέμα του βασανιστικού ιδεολογικού αδιεξόδου δίνεται ακόμα με ειρωνεία, που προσεγγίζει τα όρια του αυτοσαρκασμού (VII: Ποιήματα, 60):

Αφήσαμε, νέα παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία
Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ
(Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμασία: εδώ δρόμος,
εκεί δρόμος, από κει επίσης δρόμος) [...].

Στο τέλος της οδυνηρής πορείας του ομιλητή, ιδεολογικό όραμα και διάψευση γίνονται οι πόλοι μιας βασανιστικής αλλοτρίωσης, που στο επίπεδο του σημαίνοντος, δηλώνεται με την εικόνα της μετατροπής των δρόμων σε λεωφόρους («Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι...»: Η Συνέχεια: Ποιήματα, 101):

Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε
αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους [...].[3]

Ο ομιλητής-ποιητής, ύστερα από τη διάψευση του ιδεολογικού του οράματος (χωρίς ποτέ να προδίδει ούτε την πολιτική ούτε την ποιητική ηθική[4]) επιλέγει τον δρόμο της μοναχικής ποιητικής περιπλάνησης («Αντί να φωνασκώ»: Η Συνέχεια 2: Ποιήματα, 119):

Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
- Μάντεις κακών και οραματιστές-
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Βέβαια, το «μοναχικό σφύριγμα» του ποιητή σταδιακά έπαψε να ακούγεται και ακολούθησε η μακρά ποιητική του σιωπή, αφού βέβαια πρόλαβε, με υποδειγματική κριτική ενάργεια, εκφραστική πυκνότητα και με πνευματική και πολιτική τόλμη, να αρθρώσει επίκαιρα και καίρια αλλά και διαχρονικά τον δραστικό ποιητικό του λόγο. Στην περίπτωση του Αναγνωστάκη δεν έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση μιας αυτοκαταστροφικής πορείας προς την ποιητική σιωπή, δηλαδή εν τέλει στον ποιητικό θάνατο. Αντίθετα έχουμε μιαν ενσυνείδητη επιλογή της σιωπής ως ποιητικής και πολιτικής πράξης, ως καταγγελίας για την προϊούσα πολιτική και ηθική αλλοτρίωση. Επομένως, μολονότι ολιγογράφος ο Αναγνωστάκης, έδωσε ποιήματα που αντέχουν στον χρόνο, κυρίως γιατί το «πολιτικό τους στίγμα», σύμφωνα με τον Β. Χατζηβασιλείου, «είναι η επιμονή […] για μια καθαρή και αδιαμεσολάβητη στάση απέναντι στην εξαχρείωση του δημόσιου περίγυρου, καθώς και στη συνομιλία τέχνης και πολιτικής»[5]. Χωρίς το στίγμα αυτό, η ποίηση αλλά και η τέχνη γενικά παύει να αφορά και να απευθύνεται στον άνθρωπο και περιπίπτει στο επίπεδο μιας φτιασιδωμένης τεχνικής προς τέρψη και εντυπωσιασμό των ολίγων, αδιαφορώντας για την κοινωνική, ηθική και πολιτική διάσταση του υπαρξιακού δράματος του ανθρώπου, στην εποχή μας.



[1] Βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Όρθιος και μόνος», Τα Νέα, 2 Ιουλίου 2005.
[2] Με τον πρώτο τίτλο σημειώνεται η συλλογή και με τον δεύτερο η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αναγνωστάκη: Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα Ποιήματα, Αθήνα, Πλειάς, 131983 (1971). Οι υπογραμμίσεις στα παραθέματα είναι δικές μου.
[3] Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης τα ποιήματα «Όταν αποχαιρέτησα» (Η Συνέχεια 2: Ποιήματα, 121-122) και «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.»: Ο Στόχος: Ποιήματα, 154-155).
[4] Ο όρος πολιτική και ποιητική ηθική ανήκει στον Δημήτρη Μαρωνίτη: Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και Πολιτική Ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά (Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος), Αθήνα, Κέδρος, 1976. Βλ. επίσης και το πρόσφατο σχετικό δημοσίευμα του ίδιου «Αριστερά και Κουλτούρα», Το Βήμα, 17 Ιουλίου 2005, στο οποίο ο Μαρωνίτης υποστηρίζει πως «ο αμοιβαίος έλεγχος πολιτικής και ποιητικής ηθικής» στον Στόχο «παροξύνεται και απογυμνώνεται σε τέτοιο βαθμό», έτσι που, όπως καταλήγει ο ίδιος, «ίσως είναι αυτός ο λόγος που μετά ο Αναγνωστάκης κατέφυγε στην ποιητική σιωπή.
[5] Βλ. Β. Χατζηβασιλείου, «Το υπαρξιακό δράμα μιας ανυποχώρητης πολιτικής συνείδησης», Ελευθεροτυπία, 1 Ιουλίου 2005.


πρώτη δημοσίευση: Άνευ 23 (χειμώνας 2007) 25-28.

Λεωνίδας Γαλάζης